ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ζεύξη, ασυρματική — Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
Μουσείο Τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ — Το μουσείο στεγάζει από το 1990 σε ιδιόκτητο κτίριο (Πρωτέως 25, Νέα Κηφισιά) τηλεπικοινωνιακό υλικό μεγάλης μουσειακής αξίας. Σκοπός του μουσείου είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας, από τις οπτικές επικοινωνίες της … Dictionary of Greek